ξάφρισμα

ξάφρισμα
το [ξαφρίζω]
1. η αφαίρεση τού αφρού από το φαγητό
2. αφαίρεση αντικειμένων ή μέρους ξένης περιουσίας με δόλιο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξάφρισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξαφρίζω, αφαίρεση του αφρού. 2. μτφ., υπεξαίρεση, κλοπή, κλέψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάφρισμα — και ξάφρισμα, το [εξαφρίζω] 1. εξάφριση 2. η ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων με πονηρία και επιτηδειότητα …   Dictionary of Greek

  • ζωμήρυσις — ζωμήρυσις, ἡ (Α) μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως τού κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω*«αντλώ υγρό» με έκταση… …   Dictionary of Greek

  • ξαφριστήρας — και ξαφριστής, ο 1. διάτρητη κουτάλα που χρησιμοποιείται για το ξάφρισμα φαγητού 2. όργανο που μοιάζει με μεγάλη διάτρητη κουτάλα και χρησιμοποιείται για την αφαίρεση ξένων ουσιών από τον αφρό λειωμένου μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαφρίζω + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • τρυηλίς — ίδος, και δ.τ. τρύηλις, ήλιδος, ἡ, Α 1. εργαλείο κατάλληλο για ανακάτεμα, κουτάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) (ο τ. τρυηλίς) «ζωμήρυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. trulla (< truella, υποκορ. τού trua «κουτάλα για ξάφρισμα») και έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”